- ισχυρίζεται
- тврди
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ἰσχυρίζεται — ἰσχῡρίζεται , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
Κλαρκ, Άρθουρ — (Sir Arthur Charles Clarke, Μάινχεντ, Σόμερσετ 1917 –). Άγγλος συγγραφέας μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και σεναριογράφος. Από την παιδική του ηλικία ο Κ. έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιστήμες και επιχείρησε τη χαρτογράφηση της… … Dictionary of Greek
απώμοτος — ἀπώμοτος, ον (Α) 1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ ἀπώμοτον» δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να… … Dictionary of Greek
αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… … Dictionary of Greek
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
βροχοποιός — ο αυτός που με διάφορα μέσα προκαλεί ή ισχυρίζεται ότι προκαλεί βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροχή + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… … Dictionary of Greek
εικονολογία — Επιστήμη μελέτης της εικονογραφίας. Ο όρος ε. αναφέρεται για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του Τσέζαρε Ρίπα (Ρώμη, 1593), παρότι εκεί η λέξη έχει την έννοια της φανταστικής δημιουργίας συμβόλων, εικόνων ή προσωποποιήσεων. Η σύγχρονη επιστήμη της … Dictionary of Greek
θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek